ταρακουνώ

ταρακουνώ
ταρακούνησα, ταρακουνήθηκα, κουνώ δυνατά, σείω από τα θεμέλια, συγκλονίζω: Από το σεισμό η γη ταρακουνήθηκε.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ταρακουνώ — άω, Ν 1. ανακατεύω, αναταράσσω 2. κινώ κάτι πολύ δυνατά, συνταράσσω 3. μτφ. αναστατώνω, συγκλονίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. έχει σχηματιστεί με συμφυρμό από τα: ταράζω + κουνώ] …   Dictionary of Greek

  • σείω — ΝΜΑ, και σείνω και σείω και μεσοπαθ. σειέμαι Ν, και ποιητ. τ. σίω Α 1. κινώ κάτι προς τα εδώ και προς τα εκεί κατ επανάληψη, ανακινώ, ταλαντεύω, ταρακουνώ, δονώ (α. «καὶ σείσει τὸ κοντάριν του», Πρόδρ. β. «Θρηικίην σιόντα χαίτην», Ανακρ.) 2. παθ …   Dictionary of Greek

  • ανατινάζω — (Α ἀνατινάσσω) νεοελλ. τινάζω στον αέρα, γίνομαι αίτιος έκρηξης αρχ. 1. τινάζω προς τα επάνω 2. πάλλω, σείω, ταρακουνώ …   Dictionary of Greek

  • ανεμοκουνώ — κουνώ στον αέρα, ταρακουνώ, τραντάζω …   Dictionary of Greek

  • κραδαίνω — (AM κραδαίνω) 1. δονώ, πάλλω κάτι με δύναμη, ταρακουνώ (α. «ἐφαίνετο Παλλὰς κραδαίνουσ ἔγχος», Ευρ. β. «ἔσειεν ὁ θεὸς τῆς ἡμέρας πολλάκις... τὸ γὰρ ἔδαφος ἐκραδαίνετο», Συνέσ.) 2. προκαλώ ανησυχία και ταραχή («τοὺς πέραν βακτρίων Ἰνδοὺς ἐφόβησε… …   Dictionary of Greek

  • ξεκουνώ — άω 1. σείω, κουνώ, ταρακουνώ ή μετακινώ κάτι («χαράκι αμαδολόγανε και ριζιμιά ξεκούνειε», δημ. τραγούδι) 2. κινούμαι, κουνιέμαι («δυο δόντια τού εβγήκασι και τ άλλα ξεκουνήσαν», Ερωτόκρ.) …   Dictionary of Greek

  • παιπάλλω — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «σείω». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για επιτακτικό τ. τού πάλλω «ταράζω, ταρακουνώ», με διπλασιασμό κατ επίδραση τού παιπάλη* (πρβλ. πάλη [ΙΙ]) …   Dictionary of Greek

  • προδιασαλεύω — Α τραντάζω, ταρακουνώ από τα θεμέλια προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διασαλεύω «τραντάζω, διαταράσσω»] …   Dictionary of Greek

  • σέικερ — (I) οι, Ν άκλ. κλάδος τής αίρεσης τών κουάκερων που ιδρύθηκε το 1747 στην Αγγλία, αλλά έχει σχεδόν εξαλειφθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. shaker < μσν. αγγλ. schakare < s(c)haken «κουνώ, ταρακουνώ»]. (II) το, Ν άκλ. (ξεν. τ.) σκεύος που… …   Dictionary of Greek

  • σινιάζω — ΜΑ [σινίον] 1. κοσκινίζω, κρησαρίζω 2. συνταράσσω, αναστατώνω μσν. ταρακουνώ, κακομεταχειρίζομαι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”